- φιδιασμένος
- η , ο укушенный змеёй
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιδιασμένος — η, ο, Ν 1. φιδοδαγκωμένος 2. μτφ. φαρμακερός ή φαρμακωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *φιδιάζω] … Dictionary of Greek